Κυριακή 22 Αυγούστου 2010
ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ
ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ
Το Μάρτη του 1984, οι Νέοι Σοσιαλιστές, η νεολαία της ΕΔΕ και της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς στην Ελλάδα, οργάνωσαν στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μια σειρά διαλέξεων με κεντρικό θέμα «Μια Εισαγωγή στα Φιλοσοφικά Τετράδια του Λένιν». Το απομαγνητοφωνημένο κείμενο των διαλέξεων δημοσιεύτηκε τότε, κάπως συνοπτικά, στο Θεωρητικό-Πολιτικό Περιοδικό της Κ.Ε. της ΕΔΕ (της οργάνωσης που αργότερα μετεξελίχθηκε στο ΕΕΚ), «Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση», Νο 37 (Μάρτης-Απρίλης 1984). Τώρα, στα πλαίσια της παρουσίασης των σημαντικών αυτών κεφαλαίων από τα Φιλοσοφικά Τετράδια του Λένιν αναδημοσιεύουμε και το τόσο ξεχασμένο, και ορφανό θα λέγαμε, αλλά τόσο σημαντικό και επίκαιρο αυτό κείμενο του τότε Γραμματέα της ΕΔΕ, Σάββα Μιχαήλ]. Το άρθρο αυτό δημοσιεύεται με αφορμή τη συζήτηση που διεξάγεται στο Φόρουμ με θέμα: Η μεγάλη απάτη του πολιτικάντικου ηθικισμού
Σάββα Μιχαήλ
Τα Φιλοσοφικά Τετράδια (Β.Ι. Λένιν)
Στις παραμονές του 11ου Συνεδρίου της, η ΕΔΕ συνειδητά στρέφει την προσοχή της σε μια νέα συστηματική μελέτη των Φιλοσοφικών Τετραδίων του Λένιν, τοποθετώντας την στο κέντρο της εκπαίδευσης των στελεχών της.
Η απόφαση μας δεν είναι αυθαίρετη. Βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τις ανάγκες της μεταβατικής επαναστατικής εποχής μας και με την συνειδητή τους έκφραση, το Μαρξισμό, που αντιπροσωπεύεται σήμερα από την Διεθνή Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς. Η ραγδαία κλιμάκωση της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού και οι επαναστατικές της συνέπειες σε αναπτυγμένες και υπανάπτυκτες χώρες, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, δημιουργεί τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα για νέα ποιοτικό άλμα στην ανάπτυξη της διαλεχτικής υλιστικής μεθόδου από το επαναστατικό Κόμμα. Χωρίς την επαναστατική διαλεκτική υλιστική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα ικανό να οδηγήσει την εργατική τάξη στην κατάληψη της εξουσίας.
Όπως τόνιζε ο Τρότσκι, λίγο πριν δολοφονηθεί από την Γκε Πε Ου, «η διαλεκτική δεν είναι ένα μαγικό κλειδί για όλα τα ζητήματα. Δεν αντικαθιστά τη συγκεκριμένη επιστημονική ανάλυση. Αλλά κατευθύνει αυτή την ανάλυση στο σωστό δρόμο, προστατεύοντάς την από τις άγονες περιπλανήσεις στην έρημο του υποκειμενισμού και του σχολαστικισμού... Η διαλεχτική εξάσκηση του νου, τόσο απαραίτητη σ’ έναν επαναστάτη αγωνιστή όσο οι ασκήσεις των δακτύλων σ’ έναν πιανίστα, απαιτεί να προσεγγίζουμε τα προβλήματα σαν προτσές και όχι σαν σταθερές κατηγορίες», (Λεόν Τρότσκι: Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού, εκδόσεις «ΑΛΛΑΓΗ», σελ. 99-100).
Τα προβλήματα της ρευστής, εκρηκτικής, γεμάτης απότομες στροφές, περιόδου, στην οποία βρισκόμαστε, είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν χωρίς αυτή τη συστηματική διαλεχτική υλιστική εκπαίδευση των επαναστατικών στελεχών. Εδώ, βρίσκεται και η ανεκτίμητη αξία των Φιλοσοφικών Τετραδίων του Λένιν, ιδιαίτερα των σημειώσεων που κράτησε μελετώντας την Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ, από τον Σεπτέμβρη μέχρι τον Δεκέμβρη του 1914. Τα «Τετράδια» αποτελούν το θεωρητικό εργαστήρι που προετοίμασε τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης του 1917 –και, ταυτόχρονα, το εργαστήρι εκπαίδευσης στην προετοιμασία νέων Οχτώβρηδων.
Η κεντρική θέση που έχουν στην ανάπτυξη του Λενινισμού τα Φιλοσοφικά Τετράδια, δεν σημαίνει, με κανέναν τρόπο, επιβεβαίωση του ανιστόρητου ρεθιζιονιστικού μύθου που βλέπει τον Λένιν να «ανακαλύπτει» για πρώτη φορά τη διαλεχτική το 1914, εγκαταλείποντας προγενέστερες του, «μηχανιστικές» τάχα αντιλήψεις. Τα Φιλοσοφικά Τετράδια ενσωματώνουν, διατηρούν και ταυτόχρονα ξεπερνούν όλες τις προηγούμενες συνεισφορές του στο Μαρξισμό και στην εκπαίδευση των μπολσεβίκων, ιδιαίτερα την πάλη του ενάντια στον Μαχισμό, που εμπεριέχεται στο έργο του Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός. Η πάλη για την υλιστική διαλεχτική δεν είταν μια ευκαιριακή ενασχόληση για τον Λένιν, ούτε κάποιος επιμέρους τομέας των ενδιαφερόντων του, αλλά η ουσία της προετοιμασίας της κοινωνικής επανάστασης. Ενάντια στον Πλεχάνοφ, τον πάπα του μενσεβικισμού, κι ενάντια στους «μαρξιστές» της Δεύτερης Διεθνούς, υπογραμμίζει:
«Η διαλεχτική είναι η θεωρία της γνώσης τού (Χέγκελ και τού) μαρξισμού. Αυτή είναι η “άποψη” του ζητήματος (δεν είναι “μια άποψη” αλλά η ουσία του ζητήματος) στην οποία ο Πλεχάνοφ, για να μην πούμε για άλλους μαρξιστές, δεν έδοσε σημασία», (Ν. Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, εκδόσεις «Ρινόκερως», σελ. 138).
Σ’ αυτή τη θέση θα μείνει ακλόνητος ο Λένιν σ’ όλη τη διάρκεια της επαναστατικής του σταδιοδρομίας, από τότε που έγραφε το Τι Είναι οι Φίλοι του Λαού ή το Τι να Κάνουμε; μέχρι τον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό, τα Φιλοσοφικά Τετράδια και τη φιλοσοφική του διαθήκη Για τη Σημασία του Μαχόμενου Υλισμού.
Η ιδιαίτερη σημασία των Φιλοσοφικών Τετραδίων βρίσκεται στην άμεση αλληλο–σύνδεσή τους με την απαρχή μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα: την έκρηξη του Πρώτου Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού Πόλεμου το 1914 και την πρώτη πολιτική της συνέπεια, τη χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς. Η φύση της ιμπεριαλιστικής εποχής και των ιστορικών της καθηκόντων είταν αδύνατο να συλληφθεί χωρίς ένα ποιοτικό άλμα στην ανάπτυξη του διαλεκτικού υλισμού σαν της λογικής και της θεωρίας της γνώσης του Μαρξισμού.
Μέσα στους πρώτους πυρετώδεις μήνες του μεγάλου πολέμου, ο εξόριστος στην Ελβετία, Λένιν, παλεύει να επανεξοπλίσει θεωρητικά το διεθνές κίνημα και τον Μπολσεβικισμό, ξαναγυρνώντας σε μια νέα υλιστική μελέτη της διαλεχτικής του Χέγκελ. Χάρη σ’ αυτό το θεωρητικό έργο συνέλαβε το περιεχόμενο της νέας κατάστασης, τη φύση του ιμπεριαλισμού, χάραξε τη γραμμή του επαναστατικού ντεφαιτισμού και τον προσανατολισμό σε μια νέα, Κομμουνιστική Διεθνή, ανάλυσε το Εθνικό Ζήτημα, οργάνωσε τη στρατηγική στροφή, τον Απρίλη του 1917, στην πάλη για την εξουσία των Σοβιέτ και καθοδήγησε το Μπολσεβίκικο Κόμμα, επικεφαλής των μαζών, στην κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη στην Οχτωβριανή Επανάσταση.
Μερικοί ισχυρίστηκαν ότι τα Φιλοσοφικά Τετράδια είναι απλώς «Σημειώσεις» που κράτησε, για τον εαυτό του, ο Λένιν στην Βιβλιοθήκη της Βέρνης και που δεν είχε σκοπό να δημοσιεύσει ποτέ. Αυτό, όμως, που θεωρούν σαν αδυναμία των Φιλοσοφικών Τετραδίων είναι ίσα-ίσα η δύναμή τους. Στο έργο αυτό έχουμε τη μοναδική ευκαιρία να μελετήσουμε από τα μέσα το πώς ετοιμάζεται η επανάσταση στο πιό θεμελιακό επίπεδο: το επίπεδο της μεθόδου.
Πώς Μελετάμε τα Φιλοσοφικά Τετράδια
Χρειάζεται να επισημάνουμε από την αρχή, δυο συνηθισμένους κινδύνους που πρέπει να αποφύγουμε στην προσέγγισή μας στα Φιλοσοφικά Τετράδια.
Πρώτος κίνδυνος είναι να μπει κανείς σ’ αυτό το θεωρητικό εργαστήρι του Οχτώθρη 1917 σαν βιαστικός και περίεργος επισκέπτης που ρίχνει επιπόλαιες ματιές εδώ κι εκεί, στο ένα ή το άλλο όργανο του εργαστηριού, χωρίς νά ’χει ιδέα για τις έρευνες που εδώ γίνονται, για τα πειράματα, τ’ αποτελέσματά τους, την ανάλυση των αποτελεσμάτων, για την όλη διαδικασία που ακολουθεί ο επιστήμονας του εργαστηριού, για τις δυσκολίες και τα προβλήματά τους, για τους γρίφους που έλυσε ή δεν έλυσε, για τις επανειλημένες του προσπάθειες, για τις ίδιες τις εσωτερικές αντιφάσεις μέσα από τις οποίες προχωρά η επιστημονική γνώση.
Το εργαστήρι του Λένιν, καθώς είναι εργαστήρι της επανάστασης, δεν μπορούν να το επισκεφτούν άνθρωποι ξένοι από την ίδια την επανάσταση. Είναι χώρος αφιλόξενος για πολιτικάντηδες και προπαγανδιστές, για γραφειοκράτες και δημαγωγούς, γεμάτος παγίδες που εκδικούνται τον ιδεαλιστή.
Ο δεύτερος, συνηθισμένος κίνδυνος για έναν μελετητή, που προσεγγίζει τα Φιλοσοφικά Τετράδια καλόπιστα αλλά ιδεαλιστικά εκπαιδευμένος από την αστική τάξη, είναι να προσκρούσει στις δυσκολίες της χεγκελιανής ορολογίας και της αποσπασματικής μορφής του κειμένου και να προσπαθήσει να τις ξεπεράσει πασχίζοντας να πετύχει μια «κατά λέξη έρμηνεία». Μια τέτια σχολαστική και τελικά μάταιη ερμηνεία λέξεων, χάνει την ίδια την κίνηση, τη ζωή που κλείνουν αυτά τα «Τετράδια» και τα μετατρέπει σε αφαιρέσεις που ερμηνεύουν αφαιρέσεις σε «χωρίς ζωή κόκκαλα ενός σκελετού», (όπ.π., σελ. 3).
Ποιό είναι το δύσκολο μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσουμε για να μπούμε μέσα σ’ αυτό το εργαστήρι, το ερμητικά κλειστό στους σχολαστικούς και τους επιπόλαιους; Μας το δείχνουν τα ίδια τα «Τετράδια». Μια τέτια υψηλή κατάχτηση της διαλεχτικής απαιτεί να προσεγγιστεί διαλεχτικά, προχωρώντας από τη ζωντανή αντίληψη στην αφηρημένη σκέψη κι από κει στην πράξη, (όπ.π., σελ. 74).
Πλησιάζουμε τα Φιλοσοφικά Τετράδια από την ταξική σκοπιά της ανατρέπουσας πράξης του επαναστατικού προλεταριάτου και της μαρξιστικής πρωτοπορίας του. Ξεκινάμε από τη ζωντανή αντίληψη του εξωτερικού υλικού κόσμου, την πηγή των αισθημάτων και της σκέψης μας. Εγκαθιδρύουμε τη διαλεχτική αυτοσχέση αυτών των ζωντανών αντιλήψεων του μεταβαλλόμενου κόσμου της ταξικής πάλης με τη θεωρία της γνώσης του Μαρξισμού, που εμπεριέχεται στα Φιλοσοφικά Τετράδια του Λένιν.
Δεν επιβάλλουμε στις ζωντανές εξελίξεις έτοιμα σχήματα ή έννοιες δανεισμένες από τα Φιλοσοφικά Τετράδια ούτε τις «ταξινομούμε» βάζοντας διαλεκτικές ταμπέλες. Η ζωντανή αντίληψη έρχεται μέσα από αντίφαση σε σύνθεση με τη θεωρία της γνώσης, αλληλοδιεισδύει μέσα της, δραστηριοποιώντας τις κατηγορίες της διαλεχτικής λογικής κι οδηγώντας στην κορύφωση και λύση της αντίφασης, στην εμφάνιση του καινούργιου στη γνώση μας, που αποκαλύπτει τις δυνατότητες στην ενεργό πραγματικότητα και συγκροτεί την επιστημονική έννοια που θα ωθήσει στην επαναστατική Πράξη.
Η διαλεχτική υλιστική εκπαίδευση είναι ολόπλευρη, θεωρητική και πραχτική, και βασίζεται στην αναγνώριση του Εξωτερικού Κόσμου σαν της πηγής της γνώσης και της εκπαίδευσης.
Από την πρώτη κιόλας γραμμή των Σημειώσεων στην Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ, αυτό τονίζει ο Λένιν:
«Διεισδυτικό σχόλιο πάνω στη Λογική: είναι “προκατάληψη” ότι “σού μαθαίνει να σκέφτεσαι” (ακριβώς όπως η φυσιολογία “σου μαθαίνει ...να χωνεύεις”;;)», (όπ.π., σελ. 1).
Είναι πρόληψη, ιδεαλιστική προκατάληψη να αναζητάς στη διαλεχτική λογική (και στα «Τετράδια») την εκμάθηση κανόνων για να σκέφτεσαι σωστά. Αυτή είναι η μεταφυσική αντίληψη για μια λογική τυπική που το όριο και η παρακμή της φάνηκαν αιώνες πριν, από τον καιρό του Καντ.
Η μεταφυσική σκέψη και η παραδοσιακή τυπική λογική αδυνατούν να συλλάβουν την αντικειμενική φυσική αναγκαιότητα της σκέψης, που εγκαθιδρύει εδώ ο Λένιν, διαβάζοντας υλιστικά τον Χέγκελ: όπως ο άνθρωπος χωνεύει προτού σκεφτεί ή μελετήσει με τη φυσιολογία την πέψη, έτσι και σκέφτεται πριν σκεφτεί για τη σκέψη, πριν διαμορφώσει την επιστήμη της Λογικής. Άρα, μια αναπτυγμένη επιστήμη της Λογικής δεν μελετάει τη σκέψη και τους νόμους της ανεξάρτητα από τη φυσική αναγκαιότητά της.
Η παρατήρηση, από την πρώτη κιόλας γραμμή των «Σημειώσεων» του Λένιν, είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί ακριβώς εγκαθιδρύει αμέσως την αρχή της ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ, την πρωταρχικότητα του αντικείμενου της γνώσης σε σχέση με τη δραστηριότητα του υποκείμενο της γνώσης.
Ήδη, όμως, μπήκαμε στα ίδια τα Φιλοσοφικά Τετράδια και αρχίσαμε να μιλάμε για το πώς ο Λένιν διαβάζει υλιστικά τον Χέγκελ...
Στην εισαγωγή μας αυτή στα Φιλοσοφικά Τετράδια, διαλέγουμε να μελετήσουμε την πρώτη-πρώτη σελίδα των «Σημειώσεων» του Λένιν πάνω στην Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ, τις σημειώσεις πάνω στον «Πρόλογο της Πρώτης Έκδοσης» του χεγκελιανού έργου. Όπως το προανάκρουσμα, το πρελούδιο μιας όπερας, περιέχει τα κύρια μουσικά θέματα της όλης σύνθεσης, έτσι και οι λενινικές «Σημειώσεις» στον «Πρόλογο» περιέχουν τα κύρια μοτίβα των «Τετραδίων» σαν σύνολο.
Τις παραθέτουμε εδώ ολόκληρες, σε μια νέα μετάφραση:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
Τόμος III, σελ. 5 – μια διεισδυτική παρατήρηση για τη λογική: είναι μια «προκατάληψη» ότι η λογική «σού μαθαίνει να σκέφτεσαι» (όπως ακριβώς η φυσιολογία «σού μαθαίνει... να χωνεύεις»;;).
«...Η επιστήμη της λογικής που είναι το αληθινό περιεχόμενο της γνήσιας μεταφυσικής ή της καθαρής θεωρησιακής φιλοσοφίας...», (6).
...«Η Φιλοσοφία δεν μπορεί να δανειστεί τη μέθοδό της από μια υποδεέστερη επιστήμη, όπως τα μαθηματικά...», (6-7).
...«Αλλά αυτή (η μέθοδος) δεν μπορεί να είναι παρά η φύση του περιεχομένου που αναδεύει στην επιστημονική γνώση, ενώ την ίδια στιγμή είναι ακριβώς αυτή η αντανάκλαση του περιεχομένου που η ίδια αρχικά θέτει και παράγει τον προσδιορισμό της...», (7).
(Η κίνηση της επιστημονικής γνώσης –αυτό είναι το ουσιαστικό).
“Η Κατανόηση (Verstand) κάνει προσδιορισμούς” (bestimmt). Ο Λόγος (Vernunft) είναι αρνητικός και διαλεκτικός, γιατί διαλύει στο τίποτα (“in Nichts auflost”) τους προσδιορισμούς της Κατανόησης, (7). Ο συνδυα-σμός αυτών των δυο –“Λόγος που κατανοεί ή Κατανόηση που λογίζεται” (7) = το θετικό.
Άρνηση του “απλού” ... «κίνηση του Πνεύματος», (7). «Μόνο μέσα απ’ αυτόν το δρόμο που αυτο-κατασκευάζεται μπορεί η Φιλοσοφία να είναι αντικειμενική, αποδεικτική επιστήμη», (7-8).
[Ο “δρόμος που αυτο-κατασκευάζεται” = το μονοπάτι, (αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, η καρδιά του ζητήματος), η πραγματική γνώση, το προτσές του γνωρίζειν, η κίνηση από την άγνοια στη γνώση[1].].
Η κίνηση της συνείδησης, «όπως η ανάπτυξη κάθε φυσικής και πνευματικής ζωής», στηρίζεται «στη φύση των καθαρών ουσιαστικοτήτων (Natur der reinen Wesenheiten) που αποτελούν το περιεχόμενο της Λογικής».
Αυτό είναι
χαρακτηριστικό!
Να αντιστραφεί: Η Λογική και η θεωρία της γνώσης πρέπει να συνάγονται από «την ανάπτυξη κάθε φυσικής και πνευματικής ζωής».
Μέχρις εδώ: «Πρόλογος στην Πρώτη Έκδοση».
Το Τέλος της Μεταφυσικής
Οι «Σημειώσεις» του Λένιν στον «Πρόλογο της Πρώτης Έκδοσης» της χεγκελιανής Επιστήμης της Λογικής αποτελεί υπόδειγμα υλιστικής ανατροπής του Χεγκελιανισμού. Στη μια σελίδα των λενινικών σημειώσεων δεν βρίσκουμε μια περίληψη των 4-5 σελίδων του αντίστοιχου χεγκελιανού κειμένου, μια συνόψιση απλώς των πιο ουσιαστικών του σημείων, αλλά την εντόπιση του κομβικού εκείνου σημείου από το οποίο ο διαλεχτικός ιδεαλισμός του Χέγκελ –το υψηλότερο σημείο της μέχρι τότε φιλοσοφίας– μπορεί να μετατραπεί και πράγματι μετατρέπεται στο αντίθετό του, σε διαλεχτικό υλισμό.
Είναι χαραχτηριστική η διαφορετική αφετηρία του «Προλόγου» του Χέγκελ και των «Σημειώσεων» του Λένιν. Ο Χέγκελ ξεκινάει από το τέλος της Μεταφυσικής, στην οποία περιλαμβάνεται και η κριτική της Μεταφυσικής από τον Καντ. Αφού ασχοληθεί πρώτα με «την πλήρη μεταμόρφωση της φιλοσοφικής σκέψης στη Γερμανία» και διαπιστώσει ότι «αυτό που, πριν απ’ αυτήν την περίοδο, ονομαζόταν μεταφυσική έχει ξεριζωθεί κι εξαφανιστεί από τις γραμμές των επιστημών» (Χέγκελ: Επιστήμη της Λογικής, αγγλική έκδοση G. Allen, σελ. 25), ο Χέγκελ φτάνει στη διαπίστωση της παρακμής της τυπικής Λογικής. Εδώ κάνει το «διεισδυτικό σχόλιο», στο οποίο αναφέρεται ο Λένιν κι αναφερθήκαμε κι εμείς ήδη, για την ξεπερασμένη προκατάληψη που βλέπει τη Λογική σαν επιστήμη που μας «μαθαίνει πώς να σκεφτόμαστε». Μια τέτια αντίληψη δεν βλέπει την αντικειμενικότητα της σκέψης και τη σύμπτωση των νόμων κίνησης της σκέψης με τους αντικειμενικούς νόμους κίνησης των πραγμάτων. Αυτό ακριβώς το σημείο, όπου ο απόλυτος ιδεαλισμός του Χέγκελ ξεπερνάει τους μεταφυσικούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε οντολογία, λογική και θεωρία της γνώσης κι εγκαθιδρύει την αρχή της σύμπτωσης τους, εντοπίζεται από τον Λένιν και γίνεται η αφετηρία των δικών του σημειώσεων, της δικιάς του υλιστικής ανάγνωσης της Επιστήμης της Λογικής.
Το τέλος της Μεταφυσικής, που υπογραμμίστηκε με την ιστορική κραυγή του ρομαντικού Jean Paul Richter «Ο θεός πέθανε!», κι η παρακμή της (τυπικής) Λογικής δεν σήμαναν για τον Χέγκελ το λυκόφως του Λογικού. Μ’ ένα τολμηρό άλμα υπερπήδησε τις αβύσους που χώριζαν σε ξεχωριστούς τομείς τη Φιλοσοφία, από την αρχαιότητα μέχρι τον Καντ (οντολογία, λογική, γνωσιολογία κλπ.), και προχώρησε σε μια μεγαλοφυή σύνθεση της μελέτης του Είναι, (αντικείμενο της παλιάς μεταφυσικής), με τη μελέτη της σκέψης (αντικείμενο της παλιάς λογικής). Οι κατηγορίες της Λογικής εκφράζουν κατηγορίες του ίδιου του Είναι μέσα στην ιστορική ανέλιξη της ανθρώπινης Γνώσης.
... «Η λογική επιστήμη, που είναι το αληθινό περιεχόμενο της γνήσιας μεταφυσικής ή της καθαρής θεωρησιακής φιλοσοφίας...».
Αυτό είναι το δεύτερο απόσπασμα από τον «Πρόλογο» που καταγράφει ο Λένιν και που συνδέεται με το πρώτο. Με την ιστορική αυτή τομή λύνεται ο Γόρδιος Δεσμός, το αδιέξοδο της φιλοσοφίας που έκφρασε αριστουργηματικά ο Καντ χωρίς να το ξεπεράσει, και εγκαθιδρύεται η αρχή της σύμπτωσης της Διαλεχτικής θεωρίας του Είναι, της διαλεχτικής λογικής και της θεωρίας της γνώσης του ιστορικού ανθρώπου.
Η σύμπτωση γίνεται από τον Χέγκελ στη βάση του απόλυτου ιδεαλισμού. Οι τρεις επιστήμες συμπίπτουν, χωρίς να ισοπεδώνονται, γιατί αντιπροσωπεύουν την αυτό-γνωσία της Απόλυτης Ιδέας στην αυτοεξέλιξή της: από τη Λογική Ιδέα αντικειμενοποιείται (αποξενώνεται) σε Φύση κι επιστρέφει στον εαυτό της σαν Πνεύμα μέσα από την ιστορική πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ο Λένιν αφαιρεί τον ορθολογικό πυρήνα μέσα απ’ αυτό το μυστικιστικό περικάλυμα κι αναποδογυρίζει υλιστικά την αρχή της σύμπτωσης. Η μεγάλη συνεισφορά του Χέγκελ, εδώ, βρίσκεται στο ότι ξεπέρασε το μηχανιστικό-μεταφυσικό διαχωρισμό της δραστηριότητας του υποκειμένου της γνώσης από το αντικείμενο της γνώσης. Η λογική δεν περιορίζεται πια στην καταγραφή και ταξινόμηση των μορφών της υποκειμενικής σκέψης. Γίνεται η επιστήμη «των νόμων ανάπτυξης “όλων των υλικών, φυσικών και πνευματικών πραγμάτων”, δηλαδή της ανάπτυξης ολόκληρου του συγκεκριμένου περιεχόμενου του κόσμου και της γνώσης του, δηλαδή το συνολικό-άθροισμα, το συμπέρασμα της Ιστορίας της γνώσης του κόσμου», (Φιλοσοφικά Τετράδια, όπ.π., σελ. 6).
Μ’ αυτό τον τρόπο η τυπική λογική, χωρίς να εξαφανίζεται ή να αποσυντίθεται σε σκεπτικισμό και ανορθολογισμό, ενσωματώνεται και ξεπερνιέται. Η επιστημονική κατανόηση του κόσμου, η κριτική ανάλυση της πραγματικότητας αλληλο–συνδέεται με την επιστημονική μελέτη της γνώσης σαν προτσές, με την κριτική ανάλυση των εννοιών και κατηγοριών, της κίνησης και των μεταβάσεων τους μέσα στην Ιστορία.
Αν η μελέτη του Είναι, της αντικειμενικής πραγματικότητας απομονωθεί από την κριτική μελέτη των εννοιών, που αντανακλούν την πραγματικότητα, οδηγούμαστε τελικά στην άκριτη αποδοχή παραδομένων εννοιών και στη διαστρεβλωτική επιβολή τους πάνω στην εικόνα του κόσμου.
Φιλοσοφία και Επιστήμες
Η κρίση της φιλοσοφίας, με το τέλος της Μεταφυσικής και το αδιέξοδο της τυπικής Λογικής, από την οποία αρχίζει τον «Πρόλογο» του ο Χέγκελ, είταν αλληλένδετη με την αλματώδη ανάπτυξη των επιστημών στους τελευταίους αιώνες και που κορυφώθηκε με την επανάσταση στις φυσικές επιστήμες στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο Χέγκελ, έγκαιρα, εντόπισε την αλληλο–σύνδεση ανάμεσα στην κρίση της φιλοσοφίας και την ανάπτυξη των επιστημών και προειδοποίησε ενάντια σε οποιαδήποτε απορόφηση της φιλοσοφικής μεθόδου από τις θετικές επιστήμες. Μια τέτια απορόφηση, και υποβάθμιση της φιλοσοφίας σε ερμηνευτική των επιστημών και ακόμα σε ερμηνευτική και συστηματοποίηση της γλώσσας των θετικών επιστημόνων, θα γίνει από τον θετικισμό και τον νεοθετικισμό.
Ο Λένιν, που πάλεψε σκληρά την αντιδραστική νεοθετικιστική φιλοσοφία της παρακμασμένης αστικής τάξης (Βλ. τον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό), δεν παράλειψε να σημειώσει την παρατήρηση του Χέγκελ:
... «Η φιλοσοφία δεν μπορεί να δανειστεί τη μέθοδό της από μια υποδεέστερη επιστήμη, όπως τα μαθηματικά...».
Η κρίση από την ανάπτυξη των επιστημών δεν μπορεί να ξεπεραστεί ιστορικά ούτε με την εξαφάνιση της φιλοσοφίας και τη διάλυση της μέσα στις θετικές επιστήμες ούτε με την ποδηγέτηση των επιστημών από μια «επιστήμη των επιστημών», τη θεωρησιακή φιλοσοφία. Η υπέρβαση της κρίσης απαιτεί την υπέρβαση των αιτιών της, τη λύση των ιστορικών αντιφάσεων που την γέννησαν. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε φιλοσοφία και επιστήμες, οι αμοιβαίες επιδράσεις κι αντιφάσεις δεν μπορούν να ιδωθούν υπεριστορικά. Υλική τους βάση είναι ο διαχωρισμός της χειρωνακτικής από την πνευματική εργασία και η αλληλένδετη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις. Το τέλος της μεταφυσικής και η κρίση από την ανάπτυξη των επιστημών εκφράζουν τη συσσώρευση των όρων που κάνουν ιστορικά αναγκαία την υπέρβαση του κατακερματισμού της ανθρώπινης δραστηριότητας και μια νέα Σύνθεση.
Ο Χέγκελ μονάχα προϊδεάζεται αυτή τη σύνθεση. Δεν την πετυχαίνει γιατί μένει μέσα στη φυλακή της θεωρησιακής ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Ενώ το μεγάλο του επίτευγμα, ήδη από τον καιρό της Φαινομενολογίας του, είταν ότι συνέλαβε την εργασία σαν τη γένεση και την ουσία του ανθρώπου, είδε την εργασία μόνο σαν θεωρητική δραστηριότητα. Η νέα Σύνθεση είναι δυνατή μονάχα με την εμφάνιση μιας νέας επιστημονικής κοσμοθεωρίας, του Μαρξισμού, που ενσωματώνει και ξεπερνά τα μεγαλύτερα θεωρητικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας σε όλους τους τομείς, και που καθοδηγεί την επαναστατική πράξη της εργατικής τάξης στην ανατροπή της τελευταίας ανταγωνιστικής μορφής ταξικής κοινωνίας, του καπιταλισμού. Με την εγκαθίδρυση της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας και την κατάργηση του καταμερισμού της ανθρώπινης εργασίας σε χειρωναχτική και πνευματική, ξεπερνιώνται η κρίση και οι φραγμοί ανάμεσα στη φιλοσοφία, τις επιστήμες και την κοινωνική πράξη.
Φιλοσοφική Μέθοδος
Εφόσον η φιλοσοφία δεν μπορεί να δανειστεί τη μέθοδο της από μια επιμέρους επιστήμη, πώς μπορεί να γίνει επιστημονική; Ποιά είναι η επιστημονική φιλοσοφική μέθοδος της Γνώσης;
Ο Λένιν δίνει απάντηση παραθέτοντας το αμέσως παρακάτω απόσπασμα του Χέγκελ:
«Αυτή η μέθοδος μπορεί να είναι μόνο η φύση του περιεχομένου που κινείται μέσα στην επιστημονική γνώση, ενώ ταυτόχρονα είναι αυτή η ίδια η αντανάκλαση του περιεχομένου που θέτει αρχικά και παράγει τον προσδιορισμό του».
Η μέθοδος δεν είναι ένα βοηθητικό εργαλείο με το οποίο επεμβαίνουμε εξωτερικά πάνω στο αντικείμενο και διευθετούμε τα φαινόμενα σύμφωνα με ορισμένες κατασκευές και κανόνες. Όπως λέει αλλού ο Χέγκελ και παραθέτει ο Λένιν, η «μέθοδος είναι η συνείδηση της μορφής που παίρνει η εσωτερική αυθόρμητη κίνηση του περιεχομένου» της επιστημονικής γνώσης (όπ.π., σελ. 9).
Η «φύση του περιεχομένου που κινείται[2], μέσα στην επιστημονική γνώση» είναι για τον Χέγκελ, η Απόλυτη Ιδέα. Ερμηνευμένη υλιστικά, «η φύση του περιεχομένου» είναι η αντικειμενικότητα της υλικής Φύσης, της πηγής της εξωτερικής αντανάκλασης, μαζί και η αντικειμενικότητα της αντανάκλασης της Φύσης στο υποκείμενο, στον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Η σκέψη δεν κινείται από μόνη της ούτε η γνώση αναπτύσσεται αυτόματα, ανεξάρτητα από το υλικό Είναι. Αντίθετα, το υλικό Είναι, που υπάρχει ανεξάρτητα από το αίσθημα και τη σκέψη μας, καθορίζει τη συνείδηση και την κίνηση της. Το ιδεατό είναι το υλικό Είναι αντανακλασμένο στην ανθρώπινη συνείδηση. Η δραστηριότητα του υποκείμενου της γνώσης κινητοποιείται από το αντικείμενο της γνώσης, διεισδύεται και διεισδύει σ’ αυτό, αποκτώντας συνείδηση της μορφής που παίρνει η εσώτερη αυθόρμητη κίνηση του ίδιου του υλικού περιεχομένου του αντικείμενου. Η αντικειμενικότητα και η κίνηση της πηγής της γνώσης ενσωματώνεται, διατηρείται και ταυτόχρονα ξεπερνιέται στη σκέψη, στην πράξη της γνώσης.
Δύο σημαντικά στοιχεία πρέπει να συγκρατήσουμε, μελετώντας αυτό το απόσπασμα: την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης και την κίνησή της, που είναι το ουσιαστικό, όπως τονίζει ο Λένιν. Η επιστημονική γνώση δεν είναι στατική. Βρίσκεται σε διαρκή ιστορική κίνηση και μεταμόρφωση, που αντανακλά τη διαρκή κίνηση και μεταμόρφωση του αντικειμενικού κόσμου.
Υπάρχει μια διαρκής κίνηση όχι μόνο του αντικειμενικού αλλά και από το αντικειμενικό στο υποκειμενικό κι από το υποκειμενικό στο αντικειμενικό, μέσα από την πράξη της Γνώσης.
Η μεταφυσική, ιδιαίτερα την εποχή του τέλους της, και η τυπική λογική, ιδιαίτερα την εποχή που οι περιορισμοί της γίνονται ασφυχτικοί οδηγώντας στο σκεπτικισμό και τον ανορθολογισμό, χωρίζουν ερμητικά το αντικείμενο της γνώσης από το υποκείμενο της γνώσης. Στο κέντρο της δικιάς μας διαλεχτικής εκπαίδευσης βρίσκεται το καθήκον να συλλαμβάνουμε το αντικείμενο της γνώσης και τη δραστηριότητα του υποκείμενου της γνώσης σαν την ενότητα, σύγκρουση, αλληλοδιείσδυση κι αλληλομετατροπή του ιστορικού κοινωνικού ανθρώπου και της Φύσης. Χωρίς μια επιστημονική κατανόηση της διαλεχτικής σχέσης και μεταμόρφωσης του αντικειμενικού σε υποκειμενικό και αντίστροφα, δεν υπάρχει επαναστατική πράξη. Ας μην ξεχνάμε το αντικειμενικό ερώτημα που συναντάμε και πρέπει να απαντήσουμε πραχτικά στην ταξική πάλη καθημερινά: πώς η αντικειμενική ιστορική αναγκαιότητα της επανάστασης ανοίγει ένα δρόμο στη συνείδηση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και καθοδηγεί την ανατρέπουσα πράξη;
Από τη Μεταφυσική στη Διαλεχτική
Το βασικό χαραχτηριοτικό της μεταφυσικής σκέψης είναι ο χωρισμός των αντιθέτων κι έτσι η ακινητοποίηση, η απονέκρωση τους. Δεν μπορεί να δει το πώς τα αντίθετα μπορούν να είναι ταυτόσημα, πώς συμβαίνει να είναι ταυτόσημα, πώς γίνονται ταυτόσημα, κάτω από ποιες συνθήκες, μεταμορφώνονται το ένα στο άλλο. Γι’ αυτό και η μεταφυσική –κι εδώ συμπεριλαμβάνουμε και τον προμαρξιστικό υλισμό και τον έσχατο μεταφυσικό και οξύτατο κριτικό της μεταφυσικής, τον Καντ– αδυνατεί να αναπτύξει μια διαλεχτική θεωρία της αντανάκλασης του Είναι στη Συνείδηση. Το ξεπέρασμα των ορίων της μεταφυσικής και της τυπικής λογικής μέσα από μια διαλεχτική θεωρία της γνώσης περιγράφεται στο απόσπασμα του «Προλόγου» που παραθέτει αμέσως παρακάτω ο Λένιν:
«“Η Κατανόηση (Verstand) κάνει προσδιορισμούς” (bestimint). Ο Λόγος (Vernuft) είναι αρνητικός και διαλεχτικός, επειδή διαλύει στο τίποτα (“in Nichts auflost”) τους προσδιορισμούς της Κατανόησης. Ο συνδυασμός αυτών των δύο: “ο Λόγος που κατανοεί ή η Κατανόηση που λογίζεται” = το θετικό».
Στον Καντ χρωστάμε τη θεμελιακή διάκριση ανάμεσα σε Κατανόηση και Λόγο, ανάμεσα σε εμπειρική γνώση και αφηρημένη-θεωρητική γνώση. Όσο κι αν οι εμπειριστές αρνούνται τη διάκριση, χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει επιστήμη.
Για τον Καντ, αντικείμενο της Κατανόησης είναι το Πεπερασμένο, το μερικό, τα επιμέρους εμπειρικά δεδομένα, ενώ αντικείμενο του Λόγου είναι το Άπειρο, το καθολικό. Σ’ αυτή τη διάκριση κι αντίφαση ανάμεσα σε Πεπερασμένο και Άπειρο βασίζεται η διάκριση κι η αντίφαση ανάμεσα στην Κατανόηση και στο Λόγο. Παγιδευμένος, όμως, στη μεταφυσική σκέψη, που κριτίκαρε αλύπητα, ο Καντ χώριζε τα αντίθετα, το Πεπερασμένο και το Άπειρο. Έτσι, η αντίφαση ανάμεσα σε Κατανόηση και Λόγο δεν λυνόταν αλλά εκφυλιζόταν σε αντινομία, οδηγώντας στο σκεπτικισμό. Τα πεπερασμένα αισθήματα γίνονταν φραγμός ανάμεσα στη Συνείδηση και στο Πράγμα Καθεαυτό έξω από τη συνείδηση. Το τελευταίο, έτσι, έμενε παντοτεινά ασύλληπτο.
Ο Καντ χωρίζει το Υποκείμενο από το Αντικείμενο, το Πεπερασμένο από το Άπειρο, το Σχετικό από το Απόλυτο. Δεν μπορεί να τα δει σαν ενότητα αντιθέτων. Όπως θα τονίσει, πολύ αργότερα, ο Λένιν στο Δοκίμιο του πάνω στη Διαλεχτική:
«Η διάκριση ανάμεσα στον υποκειμενισμό (σκεπτικισμός, σοφιστεία κλπ.) και τη διαλεχτική, μεταξύ άλλων είναι ότι στην (αντικειμενική) διαλεχτική η διαφορά ανάμεσα στο σχετικό και το απόλυτο είναι η ίδια σχετική. Για την αντικειμενική διαλεχτική υπάρχει ένα απόλυτο μέσα στο σχετικό. Για τον υποκειμενισμό και τη σοφιστεία, το σχετικό είναι μόνο σχετικό και αποκλείει το απόλυτο», (Φιλοσοφικά Τετράδια, όπ.π., σελ. 136).
Ο Καντ δεν συλλαμβάνει μέσα στις πεπερασμένες μορφές της Κατανόησης το άπειρο περιεχόμενο του Πράγματος Καθεαυτό. Το πεπερασμένο υπάρχει μόνο στη σχέση του με το άπειρο και αντίστροφα. Η άπειρη κίνηση του υλικού Είναι, που υπάρχει ανεξάρτητα από τη Συνείδηση, παίρνει διαρκώς άλλες πεπερασμένες μορφές που μας δίνονται στις αισθήσεις και γνωρίζονται στη σκέψη μας. Το Άπειρο, όμως, δεν εξαφανίζεται στη μετάβαση του στο Πεπερασμένο, ούτε είναι απλώς η άπειρη διαδοχή και επανάληψη πεπερασμένων μορφών (αυτό που ο Χέγκελ ονόμασε «κακό άπειρο»). Στη μετάβαση από το Άπειρο Είναι στην πεπερασμένη μορφή υπάρχει ξεπέρασμα αλλά και ενσωμάτωση και διατήρηση του Άπειρου (Aufhebung). To απροσδιόριστο καθολικό Είναι σε διαρκή κίνηση και αλλαγή διαμεσοποιείται σε στιγμές του Άμεσου Είναι που αντανακλώνται στον εγκέφαλό μας.
Η στιγμή, εδώ, δεν πρέπει να θεωρείται μηχανικά σαν στοιχειώδης συστατική μονάδα του χρόνου, αλλά σαν το όριό του, «η ένταση ανάμεσα στο Είναι και το Μη-Είναι» (Χέγκελ). Πεπερασμένο είναι ό,τι κινείται προς ένα όριο που το προσδιορίζει και πέρα από το οποίο μετατρέπεται στο άλλο του, στο αντίθετο του. Η στιγμή Είναι το Aufhebung του Γίγνεσθαι, της ενότητας του Είναι και του Μη-Είναι.
Μέσα από τη στιγμή του Άμεσου Είναι, ο εξωτερικός υλικός κόσμος διεγείρει τα αισθητήρια μας όργανα και γεννά το αίσθημα. Το αίσθημα είναι η σύνδεση ανάμεσα στον ερεθισμό της εξωτερικής ενέργειας και στο γεγονός της συνείδησης (Βλ. τον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό).
Το αίσθημα δεν είναι η αντικειμενική πραγματικότητα, όπως ισχυρίζονται οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές, αλλά η εικόνα της, το άλλο τού Είναι.
Μέσα από μια πρώτη άρνηση, ο ερεθισμός της εξωτερικής ενέργειας της υλικής πηγής, μέσω του αισθήματος, μετατρέπεται σε μια πρώτη αξεκαθάριστη ακόμα νοητική εικόνα. Οι πρώτες αυτές έννοιες που σχηματίζονται στο εμπειρικό στάδιο της γνώσης, δεν είναι ακόμα επιστημονικές έννοιες. Στην αναγκαία φάση της εμπειρικής Κατανόησης δεν μπορούμε ακόμα να αποχτήσουμε μια επιστημονική εικόνα του κόσμου που αντανακλάται στη συνείδηση μας. Η εμπειρική Κατάνόηση μπορεί να συλλάβει τα κοινά χαραχτηριστικά αυτών των πρώτων νοητικών εικόνων, την αφηρημένη τους ταυτότητα. Κάνει προσδιορισμούς. Αλλά δεν μπορεί να αποκαλύψει, σ’ αυτό το επίπεδο, το άπειρο μέσα στο πεπερασμένο, το περιεχόμενο μέσα στη μορφή, την ενυπάρχουσα αλλά απροσδιόριστη ακόμα σχέση του Καθολικού με το Ατομικό. Βλέπει ακόμα τη σχέση του Καθολικού με το Ατομικό σαν εξωτερική σχέση. Με άλλα λόγια, το Καθολικό είναι ακόμα για τη συνείδηση ένα αρνητικό αφηρημένο Καθολικό. Για να γίνει ένα συγκεκριμένο Καθολικό, για να εμφανιστεί η ουσία των μελετώμενων φαινομένων, πρέπει να υπάρξει μια δεύτερη άρνηση, άρνηση της εμπειρικής Κατανόησης μέσα στον θεωρητικό-επιστημονικό Λόγο.
Η εμπειρική Κατανόηση έρχεται σε αντίφαση με τον επιστημονικό Λόγο που βάζει σε κριτική τους προσδιορισμούς της, τους κλονίζει. «Διαλύει στο τίποτα (“in Nichts auflost”) τους προσδιορισμούς της Κατανόησης».
Ο σύγχρονος σκεπτικισμός βλέπει στον κλονισμό αυτό των εμπειρικών προσδιορισμών, στην επιστημονική κριτική των δεδομένων της Κατανόησης, το ναυάγιο της αλήθειας. Για τον σκεπτικιστή η άρνηση είναι στείρα, μηδενιστική. Στην πραγματικότητα, όμως, η άρνηση είναι η στιγμή της σύνδεσης, της μετάβασης. Η εμπειρική Κατανόηση, μέσα από άρνηση, μέσα από αντίφαση, έρχεται σε σύνδεση, σε Σύνθεση με τον επιστημονικό-θεωρητικό Λόγο. Μέσα από αυτή τη σύνδεση η Κατανόηση διεισδύει μέσα στο Λόγο, γίνεται «Κατανόηση που λογίζεται» κι ο Λόγος διεισδύει μέσα στην Κατανόηση, γίνεται «Λόγος που κατανοεί».
Μέσα από την αλληλο–διείσδυση κι αλληλ–επίδραση της εμπειρικής με την αφηρημένη γνώση, της εμπειρικής Κατανόησης των ζωντανών εξελίξεων με την επιστημονική θεωρία της γνώσης μας, οι αντιφάσεις ξετυλίγονται, οξύνονται, οδηγούνται σε λύση. Η ουσία των μελετώμενων φαινομένων έρχεται σε ύπαρξη μέσα στη συνείδηση και γίνεται τελικά καταφανής. «Ο συνδυασμός αυτών των δύο: “ο Λόγος που κατανοεί ή η Κατανόηση που λογίζεται” = το θετικό».
Το «θετικό» αυτό είναι το προϊόν της άρνησης της άρνησης. Αποτελεί φαινομενική επιστροφή στο αρχικό θετικό Είναι που αντανακλάστηκε σε αρνητική νοητική εικόνα. Δεν έχουμε πια ένα αφηρημένο Καθολικό, αλλά ένα συγκεκριμένο Καθολικό, το Καθολικό μ’ όλο τον πλούτο του μερικού, το «θετικό».
Ξεκινήσαμε από την απλή απροσδιοριστία του Είναι, χωρίς να επιβάλλουμε προκατασκευασμένες εικόνες. Μετά, είχαμε:
«Άρνηση του απλού»... «Κίνηση του Πνεύματος»... Μέσα απ’ αυτή την κίνηση της γνώσης που αρνείται την απροσδιοριστία ξαναεπιστρέψαμε στο «απλό» απόχτώντας τον πλούτο των προσδιορισμών του. Όπως τονίζει ο Χέγκελ και παραθέτει ο Λένιν:
«Μόνο μέσα απ’ αυτό το μονοπάτι που αυτο-κατασκευάζεται μπορεί η φιλοσοφία να γίνει αντικειμενική αποδεικτική επιστήμη».
Κι ο Λένιν διαβάσει υλιστικά:
(«“Το μονοπάτι που αυτο-κατασκευάζεται” = το μονοπάτι (αυτό είναι η καρδιά του ζητήματος κατά τη γνώμη μου) της πραγματικής γνώσης, του προτσές του γνωρίζειν, της κίνησης από την άγνοια στη γνώση»).
Θεωρία της Γνώσης
Η φιλοσοφία μπορεί να γίνει αντικειμενική αποδειχτική επιστήμη μονάχα μέσα από το ιστορικό μονοπάτι που χαράζει ο άνθρωπος αναπτύσσοντας τη γνώση του στην πάλη του να αλλάξει τον κόσμο. Αυτό σημαίνει, σήμερα, ότι η φιλοσοφική μέθοδος μπορεί να αναπτυχτεί επιστημονικά μόνο σαν η λογική και η θεωρία της γνώσης του Μαρξισμού.
Η θεωρία της γνώσης είναι ακριβώς η επιστήμη που μελετάει την ιστορική κίνηση από την άγνοια στη γνώση, από το χαμηλότερο στο ψηλότερο επίπεδο. Η παρατήρηση του Λένιν, που μόλις παραθέσαμε παραπάνω, επαναλαμβάνει, σε ένα ανώτερο επίπεδο ό,τι τόνιζε στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό:
«Στη θεωρία της γνώσης, όπως και σε κάθε άλλη σφαίρα της επιστήμης, πρέπει να σκεπτόμαστε διαλεχτικά, δηλαδή δεν πρέπει να θεωρούμε τη γνώση μας σαν τελειωμένη και αναλλοίωτη, αλλά πρέπει να ανακαλύπτουμε πώς η γνώση ξεπηδά από την άγνοια, πώς η ατελής, ανακριβής γνώση γίνεται συνεχώς πληρέστερη και ακριβέστερη», (Λένιν: Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, σελ. 104).
Η θεωρία της γνώσης, το προτσές του γνωρίζειν, είναι η καρδιά του ζητήματος, όπως τονίζει ο Λένιν στις «Σημειώσεις» του στον «Πρόλογο». Δεν είναι μια οποιαδήποτε, έστω και σημαντική αλλά πάντως επιμέρους, πλευρά του Μαρξισμού. Είναι η καρδιά του. Χωρίς αυτήν, ο Μαρξισμός είναι ένα άψυχο σώμα ετοιμοπαράδοτων κενών σχημάτων, που οδηγεί στο βάλτο του ιδεαλισμού, στην υποταγή στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και στα γραφειοκρατικά της πραχτορεία.
Καθόλου τυχαία, αυτή «η καρδιά του ζητήματος» βρισκόταν και βρίσκεται στο κέντρο της πάλης ανάμεσα στον Μαρξισμό και τον ρεβιζιονισμό, από τον καιρό του εκφυλισμού της Δεύτερης Διεθνούς μέχρι τις μέρες μας.
Ο Λένιν παρατηρούσε για τον θεωρητικό της σοσιαλδημοκρατίας και του μενσεβικισμού, τον Πλεχάνοφ, και για κάθε επίγονό του:
«Ο Πλεχάνοφ έγραψε για τη φιλοσοφία (τη διαλεχτική) πιθανόν γύρω στις 1.000 σελίδες (ο Μπελτόφ + ενάντια στον Μπογδάνοφ + ενάντια στους Καντιανούς + βασικά ζητήματα κλπ., κλπ,). Ανάμεσά τους, για τη μεγάλη Λογική, σε σύνδεση μαζί της, τη σκέψη της, (δηλ., την καθαυτό διαλεχτική σαν φιλοσοφική επιστήμη) nil, τίποτα!!».
Το ίδιο ζήτημα βρέθηκε στο κέντρο της πάλης του Τρότσκι ενάντια στην εκπόρνευση του Μαρξισμού από τον Στάλιν και τη γραφειοκρατία του κι ενάντια στο μικροαστικό σκεπτικισμό του Μπάρναμ και του Σάχτμαν. Μεταπολεμικά, την ιστορική συνέχεια της ίδιας πάλης για τη μέθοδο ανάπτυξε σε καινούργια ύψη, η Διεθνής Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς.
Όπως επισημαίνει, στην παραπάνω παρατήρηση, ο Λένιν, ο διαλεχτικός υλισμός, η μαρξιστική φιλοσοφία, μπορεί να αναπτυχτεί μονάχα σε σύνδεση με την Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ, σαν η λογική και η θεωρία της γνώσης του επαναστατικού προλεταριακού κινήματος.
Σ’ αυτή τη διαλεχτική σύνδεση (μέσα από αντίφαση) με την Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ, ο διαλεχτικός ιδεαλισμός του αλληλοδιεισδύει με την υλιστική θεωρία της γνώσης και ανατρέπεται. Μεταμορφώνεται στο αντίθετό του, τον διαλεχτικό υλισμό.
Υλιστική Ανατροπή του Χέγκελ
Σ’ αυτή την υλιστική ανατροπή συμπυκνώνονται και καταλήγουν οι «Σημειώσεις» του Λένιν στον «Πρόλογο στην Πρώτη Έκδοση». Παραθέτει τον Χέγκελ:
«Η κίνηση της συνείδησης, “όπως η ανάπτυξη κάθε φυσικής και πνευματικής ζωής”, στηρίζεται “στη φύση των καθαρών ουσιαστικοτήτων (Natur der reinen Wesenheiten) που αποτελούν το περιεχόμενο της Λογικής».
«Αυτό είναι
χαρακτηριστικό!».
Και αμέσως, χαράζει τη φιλοσοφική γραμμή του:
«Να αντιστραφεί: Η Λογική και η θεωρία της γνώσης πρέπει να συνάγονται από “την ανάπτυξη κάθε φυσικής και πνευματικής ζωής”».
Για τον ιδεαλιστή Χέγκελ, η ανάπτυξη κάθε φυσικής και πνευματικής ζωής δεν είναι παρά η εξωτερίκευση, η αποξένωση, η αλλοτρίωση της Ιδέας και η άρση αυτής της εξωτερίκευσης, αποξένωσης, αλλοτρίωσης, η άρση της αντικειμενικότητας και η επιστροφή της Ιδέας στον εαυτό της σαν Απόλυτο Πνεύμα. Οι λογικές κατηγορίες, οι «καθαρές ουσιαστικότητες», στην κίνηση τους, δεν είναι παρά «καθαρές σκέψεις, πνεύμα που σκέφτεται την ίδια του την ουσιαστική φύση» (Επιστήμη της Λογικής, «Πρόλογος στην Πρώτη Έκδοση», εκδ. G. Allen, σελ. 28). Είναι αφαιρέσεις από αφαιρέσεις, σκέψη που ερμηνεύει σκέψη, μορφές κενές. Γι’αυτό και η άρση της αλλοτρίωσης στον Χέγκελ είναι, όπως παρατήρησε ο Μαρξ στα Χειρόγραφα του 1844 ψεύτικη άρση και αντιδραστική επαναβεβαίωση της αλλοτρίωσης.
Το πραγματικό ξεπέρασμα της αλλοτρίωσης της συνείδησης του κοινωνικού ανθρώπου μέσα στην ταξική κοινωνία και την αποκορύφωση της, τον καπιταλισμό, απαιτεί την πραχτική-επαναστατική κατάργηση της αλλοτρίωσης της ίδιας της κοινωνικής εργασίας, την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοχτησίας των μεσων παραγωγής και τη νίκη του κομμουνισμού. Μέσα απ’ αυτή την επαναστατική υλιστική οπτική, η Διαλεχτική, η διαλεχτική λογική και η θεωρία της γνώσης του Μαρξισμού εξάγουν τις επιστημονικές έννοιες και κατηγορίες τους από την ανάπτυξη κάθε φυσικής και πνευματικής ζωής. Οι έννοιες και κατηγορίες δεν είναι αφαιρέσεις που σκέφτονται αφαιρέσεις αλλά εκφράσεις των ουσιαστικών αλληλο-συνδέσεων, των νόμων κίνησης της Φύσης και της κοινωνίας.
Ο Έγκελς το υπογράμμισε με σπάνια σαφήνεια στη Διαλεχτική της Φύσης.
«Συνεπώς είναι από την ιστορία της Φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας που οι νόμοι της διαλεχτικής πρέπει να αφαιρεθούν... Το λάθος του Χέγκελ βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτοί οι νόμοι επιβάλλονται πάνω στη Φύση και την Ιστορία σαν νόμοι της σκέψης και δεν αφαιρούνται απ’ αυτή», (Φρ. Έγκελς: Η Διαλεκτική της Φύσης, σελ. 44, μτφρ. Μπιτσάκη).
Με την ιδεαλιστική-μυστικιστική της μορφή –και με την ακόμα χυδαιότερη μορφή του Diamat του Στάλιν και του Αντοράτσκι ή του Ρόζενταλ– η διαλεχτική είναι άχρηστη. Κι ακόμα χειρότερο: είναι μια προκρούστεια κλίνη που πετσοκόβει και παραμορφώνει την πραγματικότητα, οδηγώντας, μέσα από καταστροφές κι εγκλήματα, στην υποταγή στον ιμπεριαλισμό.
Με την υλιστική μεταμόρφωση της, όμως, η διαλεχτική του Χέγκελ γίνεται ο αναντικατάστατος οδηγός στη σοσιαλιστική επανάσταση. Άφθαρτη ιστορική απόδειξη, τα ίδια τα Φιλοσοφικά Τετράδια του Λένιν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
——————
[1]. Η πρόταση « from ignorance to knowledge» [από την άγνοια στη γνώση] είναι σβημένη στο χειρόγραφο του Λένιν.
[2]. Ακριβέστερα, αντί για το ρήμα «κινείται» μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ρήμα «σαλεύει» –όπως σαλεύει κι αναπτύσσεται το παιδί στην κοιλιά της μάνας.
Διαβάστε πιο κάτω το βιβλίο του Λένιν απο το Πολιτικό καφενείο
Τα Φιλοσοφικά Τετράδια (Β.Ι.Λένιν)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου